έμβασμα

έμβασμα
το денежный перевод;

έμβασμα εκ., — перевод на сумму...


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "έμβασμα" в других словарях:

  • έμβασμα — το 1. ταχυδρομική ή τραπεζική επιταγή αποστολής χρημάτων ή κινητών αξιών 2. το ποσό που αποστέλλεται με επιταγή …   Dictionary of Greek

  • έμβασμα — το, ατος 1. αποστολή χρημάτων με ταχυδρομική ή τραπεζική επιταγή. 2. το χρηματικό ποσό που στέλνεται έτσι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εμβαστικός — ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται στο έμβασμα 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα εμβαστικά η δαπάνη για την αποστολή τού εμβάσματος …   Dictionary of Greek

  • εντολή — Σύμβαση, που ρυθμίζει κυρίως ο Αστικός Κώδικας αλλά αναπτύσσεται ιδιότυπα στο εμπορικό δίκαιο (εμπορικός αντιπρόσωπος). Ο χαρακτήρας της είναι προσωπικός και εμπιστευτικός. Ο εντολοδόχος υποχρεώνεται να διεξάγει την υπόθεση που του αναθέτει ο… …   Dictionary of Greek

  • προέμβασμα — το, Ν [προεμβάζω] το χρηματικό ποσό που στέλνεται εκ τών προτέρων με τραπεζική ή ταχυδρομική επιταγή, προκαταβολικό έμβασμα …   Dictionary of Greek

  • ταχυδρομικός — ή, ό, θηλ. και ταχυδρομικός, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο ταχυδρομείο (α. «ταχυδρομικό κατάστημα» β. «ταχυδρομικός υπάλληλος») 2. αυτός που αποστέλλεται με το ταχυδρομείο («ταχυδρομική επιταγή» χρηματικό έμβασμα που διαβιβάζεται με το… …   Dictionary of Greek

  • εμβαστικά — τα τα έξοδα που χρειάζονται για το έμβασμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»